- λαγωνίκα
- Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που ανιχνεύουν το έδαφος, οπότε το κεφάλι τους είναι στραμμένο προς τα κάτω, και άλλα που μυρίζουν τον αέρα, οπότε η ανίχνευσή τους γίνεται με το κεφάλι προς τα πάνω. Στα λ., επίσης, ταξινομούνται αρκετές φυλές με μακριά πόδια, οι οποίες χρησιμοποιούν την όραση για να κυνηγήσουν τη λεία τους. Τέλος, υπάρχει και η κατηγορία των λ. που κυνηγούν ζώα που σκαρφαλώνουν στα δέντρα, όπως τα ρακούν· και αυτή η κατηγορία χρησιμοποιεί την όσφρηση για την ανίχνευση του θηράματος. Πολλά λ. έχουν τρίχωμα χρώματος άσπρου, μαύρου και καφέ.
Υπάρχουν λ. μεγάλου, μέσου και μικρού αναστήματος· στην πρώτη κατηγορία ανήκει το ιρλανδικό λ. ή wolfhound, που είναι ο υψηλότερος σκύλος του κόσμου, και στην τρίτη ο cirneco της Αίτνας που έχει όρθια αφτιά και κοντό τρίχωμα. Υπάρχουν επίσης λ. νάνοι, όπως το ιταλικό γυμνό σκυλί, σπανιότατη ράτσα, που δεν έχει καθόλου τρίχωμα, εκτός από μια φούντα στην κορυφή του κεφαλιού. Οι αρχαιότερες μαρτυρίες γι’ αυτό το σκυλί εντοπίστηκαν στα μνημεία της φαραωνικής Αιγύπτου και σε μούμιες σκύλων. Το μικρό ιταλικό λ., γνωστό και ως levrette, γνώρισε περιόδους δόξας στην Αίγυπτο από την εποχή της Κλεοπάτρας, και ύστερα στην αυτοκρατορική Ρώμη και στις ιταλικές ηγεμονικές Αυλές της Αναγέννησης, όπως επίσης κατά τη διάρκεια του 18oυ αι., οπότε ονομαζόταν ρομαντικό σκυλί και ήταν η ιδιαίτερη προτίμηση του Φρειδερίκου του Μεγάλου.
Από τα άγρια σκυλιά, ο μοναδικός τύπος λ. είναι ο Canis simensis, ο οποίος έχει μακριά πόδια και ρύγχος, επίμηκες κρανίο και μικρά και αραιά δόντια, ενώ μοιάζει –στη διαμόρφωση και στο μέγεθος– με κογιότ· κατάγεται από την Αιθιοπία, απ’ όπου φαίνεται ότι πέρασε στην Αίγυπτο και έγινε ο πατέρας όλων των λ. Εκείνοι που σέβονται ιδιαίτερα τα λ. είναι οι Άραβες, οι οποίοι τα θεωρούν αναπόσπαστα μέλη της οικογένειας ή των βασιλικών Αυλών εδώ και πολλούς αιώνες. Οι Άραβες διατηρούσαν τα σλούτζι, σαλούκι και τάζι, δηλαδή τα λ. που οι Ευρωπαίοι ονόμαζαν αντίστοιχα αραβικό, περσικό και αφγανικό. Οι Άγγλοι, επίσης, έχουν διαμορφώσει μερικές από τις πιο σημαντικές ράτσες, όπως το αγγλικό λ. ή greyhound, το σκοτσέζικο λ. ή deerhound και το whippet, που είναι ένα greyhound περιορισμένου αναστήματος. Φρόντισαν ακόμη να εκπαιδεύσουν το greyhound και το whippet, επιδιώκοντας τη συμμετοχή τους σε κυνοδρομίες. Στην τσαρική Ρωσία αναπτύχθηκε το ρωσικό λ. ή μπορζόι, με κυματοειδές τρίχωμα και αρκετά αριστοκρατική μορφή. Οι Ούγγροι διέθεταν από παλιά ένα γρήγορο λ., το magiar agar, που έμοιαζε πολύ με το αγγλικό greyhound.
Στην Ελλάδα, αποκλειστικά ελληνική φυλή λ. είναι ο ελληνικός ιχνηλάτης, η γνωστή λαγωνίκα, ζώο έξυπνο και σκληραγωγημένο, ένα από τα καλύτερα λαγοθηρικά σκυλιά. Ελληνικές ράτσες είναι ακόμη το κρητικό λ., αρχαιότατο, που παρέμεινε αναλλοίωτο κατά τη διάρκεια των αιώνων, και ο γκέκας, προϊόν διασταύρωσης θηλυκού σκυλιού με αρσενικό τσακάλι. Υπάρχουν και ξένες κυνηγετικές ράτσες, όπως οι ιρλανδικοί σέτερ κλπ.
Αφγανικό λαγωνικό, το οποίο, χάρη στην οξεία όσφρησή του, χρησιμοποιείται στο κυνήγι και στη φύλαξη κοπαδιών.
Αγγλικό λαγωνικό (greyhound), που χρησιμοποιείται για κυνήγι λαγού αλλά και για κυνοδρομίες, επειδή είναι πολύ γρήγορο (μπορεί να ξεπεράσει τα 60 χλμ. την ώρα).
Ιταλικό λαγωνικό σε χαρακτηριστική στάση.
* * *η [λαγωνικός]λαγωνικό σκυλί θηλυκού γένους, το θηλυκό τού λαγωνικού σκύλου.
Dictionary of Greek. 2013.